- βαπτιζομένας
- βαπτιζομένᾱς , βαπτίζωdippres part mp fem acc plβαπτιζομένᾱς , βαπτίζωdippres part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.